- ινδικός, -ή
- -ό αυτός που αναφέρεται στους Ινδούς και στην Ινδία: Ινδικός ωκεανός. – Ινδική θρησκεία. – Ινδική καρύδα. – Ινδικό χοιρίδιο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ίνδικος — ἴνδικος, ον (Α) (αρκαδ. τ.) ένδικος … Dictionary of Greek
Ἰνδικός — a masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ινδικός — ή, ό (ΑΜ ινδικός, ή, όν, Α θηλ. και Ινδίς) [Ινδός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Ινδία ή στους Ινδούς 2. αυτός που προέρχεται από την Ινδία 3. το ουδ. ως ουσ. το ινδικό(ν) κυανή χρωστική ουσία που εξάγεται από το φυτό ινδικοφόρος η βαφική … Dictionary of Greek
Ινδικός ωκεανός — Ο τρίτος σε έκταση (73.427.000 τ. χλμ.) ωκεανός, μετά τον Ειρηνικό και τον Ατλαντικό. Αντίθετα από τους άλλους δύο, ο Ι.ω. δεν παρουσιάζει πολλούς βραχίονες. Εκτείνεται από τη νότια Ασία μέχρι την Ανταρκτική και από την ανατολική Αφρική μέχρι τη… … Dictionary of Greek
ινδικός παγκολίνος — Πλακουντοφόρο θηλαστικό της οικογένειας των μανιδών. Ζει στην Αφρική και στην Ασία. Το σώμα του καλύπτεται από κεράτινα λέπια και, μαζί με την ουρά, φτάνει σε μήκος τα 1,3 μ. Το κεφάλι του είναι κανονικό, δεν έχει δόντια, ενώ τα νύχια του είναι… … Dictionary of Greek
Ἰνδικά — Ἰνδικός a neut nom/voc/acc pl Ἰνδικά̱ , Ἰνδικός a fem nom/voc/acc dual Ἰνδικά̱ , Ἰνδικός a fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰνδικωτάτων — Ἰνδικός a fem gen superl pl Ἰνδικός a masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰνδικωτάτων — ἴνδικος according to right fem gen superl pl ἴνδικος according to right masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰνδικῶν — Ἰνδικός a fem gen pl Ἰνδικός a masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰνδικόν — Ἰνδικός a masc acc sg Ἰνδικός a neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)